τιτίς

From LSJ
Revision as of 10:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑτίς Medium diacritics: τιτίς Low diacritics: τιτίς Capitals: ΤΙΤΙΣ
Transliteration A: titís Transliteration B: titis Transliteration C: titis Beta Code: titi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A a small chirping bird, Phot. II pudendum muliebre, Id. III full-sized bath-tub, Alex.Trall.8.2, prob. cj. in Febr.2 (τίναν and τιτάδα codd.).

German (Pape)

[Seite 1121] ίδος, ἡ, ein kleiner, pipender Vogel, Phot.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petit oiseau gazouillant;
2 tison;
3 le sexe de la femme.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. τιτυβίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ πιπώ, μικρὸν τιτίζον πτηνόν, «βραχὺ ὀρνίθιον» Φώτ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον αὐτόθι. - «τιτὶς καὶ ἡ κίρκος» αὐτόθι. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Λατ. titio, δαλός, ξύλον ἡμίφλεκτον, Ἀλέξ. Τραλλ. 10, σ. 570. IV. τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ, 3. σ. 226, 450, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1732.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει
2. το γυναικείο αιδοίο
3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο
μσν.
(κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω].