ἑλικοδρόμος

From LSJ
Revision as of 20:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοδρόμος Medium diacritics: ἑλικοδρόμος Low diacritics: ελικοδρόμος Capitals: ΕΛΙΚΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: helikodrómos Transliteration B: helikodromos Transliteration C: elikodromos Beta Code: e(likodro/mos

English (LSJ)

ον, running in curves, twisting, Orph.H.9.10; circular, E.Ba.1067 (cj. for ἕλκει δρόμον).

Spanish (DGE)

(ἑλῐκοδρόμος) -ον
1 que describe un círculo τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἑλικοδρόμον E.Ba.1067.
2 que se mueve en órbita circular de la Luna, Max.61, Man.4.146, Orph.H.9.10.

German (Pape)

[Seite 797] in Windungen, Krümmungen lausend; Orph. H. 8, 10; auch Eur. Bacch. 1067 nach Conj.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la courbe sinueuse;
2 circulaire.
Étymologie: ἑλικός, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἑλῐκοδρόμος: вращающийся (τροχός Eur. - v.l. ἕλκει δρόμον).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοδρόμος: -ον, τρέχων ἑλικοειδῶς, συστρεφόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 10· κυκλοτερής, περιφορὰν ἑλκιδρόμον Εὐρ. Βάκχ. 1067 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Ρεϊσκίου ἀντὶ ἕλκει δρόμον).

Greek Monolingual

ἑλικοδρόμος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει ελικοειδώς
2. κυκλικός.

Greek Monotonic

ἑλῐκοδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, κυκλικός, περιστροφικός, ελικοειδής, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑλῐκο-δρόμος, ον
running in curves, circular, Eur.