χρωτίζω

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωτίζω Medium diacritics: χρωτίζω Low diacritics: χρωτίζω Capitals: ΧΡΩΤΙΖΩ
Transliteration A: chrōtízō Transliteration B: chrōtizō Transliteration C: chrotizo Beta Code: xrwti/zw

English (LSJ)

colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.

French (Bailly abrégé)

colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.

Russian (Dvoretsky)

χρωτίζω: досл. окрашивать, перен. сдабривать (τὸν οἶνον ἀλόαις Plut.): τὴν φύσιν ἑαυτοῦ νεωτέροις πράγμασιν χρωτίζεσθαι Arph. набраться новых сведений.

Greek (Liddell-Scott)

χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.

Greek Monolingual

ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χρωτίζω: μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χρωτίζω, like χρώζω
to colour:—Mid., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν to tinge one's nature, Ar.