παρθενωπός
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
όν, (ὤψ) of maiden aspect, E.El.949: metaph., of feminine softness, ὀνόματα D.H.Comp.23.
German (Pape)
[Seite 522] (ὤψ), von jungfräulichem Ansehen, Eur. El. 948; übertr., ὀνόματα παρθενωπὰ καὶ μαλακά, D. Hal. C. V. 23.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui a l'air d'une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενωπός -όν [παρθένος, ὤψ] met meisjesgezicht.
Russian (Dvoretsky)
παρθενωπός: с девичьим лицом, женоподобный (πόσις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
παρθενωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν παρθενικήν, Εὐρ. Ἠλ. 949˙ μεταφορ., θῆλυς, θηλυπρεπής, μαλακός, ὀνόματα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρθενωπός, -ή, -όν, ΝΑ παρθένος
1. αυτός που έχει όψη παρθένου
2. μτφ. αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, θηλυπρεπής
αρχ.
μτφ. (για λέξεις) κομψός («εὔφωνά τε βούλεται εἶναι πάντα ὀνόματα καὶ λεῖα καὶ μαλακά καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.).
Greek Monotonic
παρθενωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη παρθένας, παρθενικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
παρθεν-ωπός, όν [ὤψ]
of maiden aspect, Eur.