πολύφιλος
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ον, having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.
German (Pape)
[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup d'amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφιλος -ον [πολύς, φίλος] met velen bevriend.
Russian (Dvoretsky)
πολύφῐλος: имеющий многих друзей Pind., Lys. etc.
English (Slater)
πολῠφῐλος with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) (P. 5.4)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφιλος, -ον, ΝΑ
πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φίλος (πρβλ. ά-φιλος)].
Greek Monotonic
πολύφῐλος: -ον, αγαπητός στους πολλούς, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.