κλυτόκαρπος
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.
German (Pape)
[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόκαρπος: славный своими плодами (στέφανος Pind.).
English (Slater)
κλῠτόκαρπος with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)
Greek Monolingual
κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].
Greek Monotonic
κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.