πολύσπορος
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
ον, A with many crops, fruitful, E.Tr.748, Opp.C.3.23, Orph.H.6.10; φύσις ib.10.19; rendering prolific, Ptol.Tetr.34, Vett.Val.6.6. Adv. -ρως widely scattered, S.E.M.5.58. II = πολύσπερμος ΙΙ, Ptol.Tetr.72, Cat.Cod.Astr.7.212.
German (Pape)
[Seite 673] saamenreich, fruchtbar; Ἀσία, Eur. Troad. 743; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 23. – Adv., Sext. Emp. adv. astrol. 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en semences, fertile.
Étymologie: πολύς, σπόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσπορος -ον [πολύς, σπείρω] zeer vruchtbaar.
Russian (Dvoretsky)
πολύσπορος: богатый семенами, т. е. плодородный (Ἀσία Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπορος: -ον, πλήρης σπόρων, καρποφόρος, γόνιμος, Εὐρ. Τρῳ. 743, Ὀππ. Κυν. 3. 23, Ὀρφ., κτλ. Ἐπίρρ. -ρως, Λατ. sparsim, τοῦ σπέρματος πολυσπόρως ἐμπίπτοντος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύσπορος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος
νεοελλ.
(με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος
αρχ.
αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο.
επίρρ...
πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ
με πολύσπορο, δηλ. καρποφόρο τρόπο, γόνιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σπόρος (πρβλ. νεό-σπορος)].
Greek Monotonic
πολύσπορος: -ον (σπείρω), εξαιρετικά καρποφόρος, πολύ γόνιμος, σε Ευρ.
Middle Liddell
πολύ-σπορος, ον, σπείρω
very fruitful, Eur.