δυσχείρωτος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον, hard to subdue, Hdt.7.9.β (Sup.), D.61.37, Plu.Alc.4, D.C. 53.25 (Comp.): Sup. δυσχειρότατον is prob. f. l. in D.S.5.34.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de someter o reducir en la guerra, de tropas ἐξευρίσκειν ... τῇ ἑκάτεροί εἰσι δυσχειρωτότατοι Hdt.7.9β, cf. D.C.53.25.3, D.S.5.34 (var.), de lugares ὄχθος I.BI 7.166
•fig. difícil de dominar, de manejar ref. a trabajos, D.61.37, δυσχείρωτον ἔρυμα otro n. del número siete, Theol.Ar.44.
2 de pers. antipático, desabrido de Alcibíades, Plu.Alc.4.
German (Pape)
[Seite 690] schwer zu überwältigen, zu besiegen; superl., Her. 7, 9; Dem. 61, 37; καὶ χαλεπός Plut. Alc. 4; τινί, D. Sic. 5, 34; s. δύσχειρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à vaincre, à soumettre;
Sp. δυσχειρωτότατος.
Étymologie: δυσ-, χειρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσχείρωτος -ον [δυσ-, χειρόω] moeilijk te onderwerpen.
Russian (Dvoretsky)
δυσχείρωτος: с которым трудно совладать, неодолимый (sc. πολέμιοι Her.; τινι Plut., Diod.).
Greek Monolingual
δυσχείρωτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποτάσσεται.
Greek Monotonic
δυσχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που δύσκολα υποτάσσεται, αδούλωτος, σε Ηρόδ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχείρωτος: -ον, δυσκόλως χειρούμενος, ὑποτασσόμενος, Ἡρόδ. 7. 9, 2, Δημ. 1412. 21.
Middle Liddell
δυσ-χείρωτος, ον χειρόω
hard to subdue, Hdt., Dem.