διλογία

From LSJ
Revision as of 16:41, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλογία Medium diacritics: διλογία Low diacritics: διλογία Capitals: ΔΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: dilogía Transliteration B: dilogia Transliteration C: dilogia Beta Code: dilogi/a

English (LSJ)

ἡ, repetition, X.Eq.8.2: as a rhetorical figure, Demetr.Eloc.211.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 repetición, redundancia en el discurso hablado o escrito, X.Eq.8.2, πολλάκις καὶ ἡ δ. ἐνάργειαν ποιεῖ μᾶλλον ἢ τὸ ἅπαξ λέγειν Demetr.Eloc.211, ἔχει δὲ καὶ διλογίαν ‘ἔτας’ καὶ ‘ἑταίρους’ Sch.Er.Il.7.295a, cf. 12.77a.
2 ambigüedad como figura ret. dilogia dicitur figura cum ambiguum dictum duas res significat Ps.Ascon.in Verr.214.28, cf. Donat.Ter.Eu.1089, glos. a διφασία Hsch.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
répétition, redite.
Étymologie: δίλογος.

Russian (Dvoretsky)

διλογία:повторение сказанного Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δῐλογία: ἡ, ἐπανάληψις, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2.

Greek Monolingual

η (AM διλογία) δίλογος
1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα)
νεοελλ.
1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου
2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση
αρχ.
αντίφαση στα λόγια, διφασία.

Greek Monotonic

δῐλογία: ἡ, επανάληψη, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῐλογία, ἡ, n
repetition, Xen. [from δίλογος

German (Pape)

ἡ, das Zweimalsagen, die Wiederholung, Xen. Hipp. 8.2 und Sp.