ἀκράαντος

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκράαντος Medium diacritics: ἀκράαντος Low diacritics: ακράαντος Capitals: ΑΚΡΑΑΝΤΟΣ
Transliteration A: akráantos Transliteration B: akraantos Transliteration C: akraantos Beta Code: a)kra/antos

English (LSJ)

[κρᾱ], ον, (kraiai/nw) = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne s'accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.

English (Autenrieth)

(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.

Greek Monolingual

ἀκράαντος, -ον (Α)
ο ἄκραντος.

Greek Monotonic

ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[epic form of ἄκραντος
unfulfilled, fruitless, Lat. irritus, Hom.

German (Pape)

ἄκραντος, Hom. dreimal, Il. 2.138 ἔργον ἀκράαντον, Od. 2.202 θεοπροπίης, ἣν σὺ μυθέαι ἀκράαντον, 19.565 ὄνειροι ἔπε' ἀκράαντα φέροντες.