ἀκράαντος
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
[κρᾱ], ον, (kraiai/nw) = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne s'accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.
English (Autenrieth)
(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[epic form of ἄκραντος
unfulfilled, fruitless, Lat. irritus, Hom.
German (Pape)
= ἄκραντος, Hom. dreimal, Il. 2.138 ἔργον ἀκράαντον, Od. 2.202 θεοπροπίης, ἣν σὺ μυθέαι ἀκράαντον, 19.565 ὄνειροι ἔπε' ἀκράαντα φέροντες.