ὑψηλοφρονέω
English (LSJ)
to be high-minded, Ep.Rom.11.20, 1 Ep.Ti.6.17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être hautain, orgueilleux.
Étymologie: ὑψηλόφρων.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλοφρονέω: высоко мнить о себе, превозноситься NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλοφρονέω: εἶμαι ὑψηλόφρων, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. Α΄, ς΄, 17.
English (Strong)
from a compound of ὑψηλός and φρήν; to be lofty in mind, i.e. arrogant: be highminded.
English (Thayer)
ὑψηλοφρόνω; (ὑψηλόφρων, and this from ὑψηλός and φρήν); to be highminded, proud: R G L text); R G L Tr WH text) (Schol. ad Pindar Pythagoras 2,91). In Greek writings μεγαλοφρόνειν is more common.
Greek Monotonic
ὑψηλοφρονέω: είμαι υψηλόφρων, αλαζονικός, υπεροπτικός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to be high-minded, NTest. [from ὑψηλόφρων
Chinese
原文音譯:Øyhlofronšw 虛普些羅-弗羅尼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)高-意向的
字義溯源:心思高傲,過高,自高,自大;由(ὑψηλός)=高的)與(φρήν)*=心思,悟性)組成,其中 (ὑψηλός)出自(ὕψος)=高超),而 (ὕψος)又出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(2);羅(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 心思高傲(1) 提前6:17;
2) 過高(1) 羅11:20