φρύαγμα

From LSJ
Revision as of 19:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῠ́αγμα Medium diacritics: φρύαγμα Low diacritics: φρύαγμα Capitals: ΦΡΥΑΓΜΑ
Transliteration A: phrýagma Transliteration B: phryagma Transliteration C: fryagma Beta Code: fru/agma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A violent snorting, esp. neighing or whinnying of a spirited horse ( = ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχή, EM801.11), ἱππικὰ φρυάγματα A.Th.245,475, S.El.717; φρύαγμα καὶ φύσημα X.Eq. 11.12; also of a boar, Opp.C.2.457.
II metaph., wanton behaviour, insolence, M.Ant.4.48; τὸ ἐπ' ὀφρύσι φρύαγμα AP12.101 (Mel.); σοβαρὸν φρύαγμα ib.5.17 (Rufin.); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael.NA7.12; φρύαγμα πρός τινα Luc.Cat.26; φρύαγμα ὁμοζύγου πλουσίας Aristaenet.2.12, cf. Philostr.Im. 2.2.

German (Pape)

[Seite 1310] τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines muthigen Thieres, bes. eines Pferdes, ἱππικά, Soph. El. 707, wie Aesch. Spt. 227. 457; Xen. Hipparch. 11, 12; auch eines Ebers, Opp. Cyn. 2, 457. – Übertr., das stolze, übermüthige Betragen eines Menschen in Gebehrden und Worten; σοβαρόν Rufin. 1 (V, 18); παιδικόν Agath. 20 (V, 282); τὸ ἐπ' ὀφρύσι Mel. 37 (XII, 101); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael. H. A. 7, 12; πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Luc. Cat. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 hennissement;
2 fig. attitude ou ton d'arrogance, fierté, orgueil.
Étymologie: φρυάσσω.

Russian (Dvoretsky)

φρύαγμα: άτος τό
1 фырканье, храпение (ἱππικὰ φρυάγματα Aesch., Soph.; τὸ φ. τῶν ἵππων Xen.);
2 надменность, наглость Plut., Anth.: τὸ πρός τινα φ. Luc. высокомерное презрение к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

φρύαγμα: τό, ἰσχυρὸν φύσημα διὰ τῶν μυκτήρων, μάλιστα δὲ τὸ ἠχηρὸν φύσημα τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· ἀλλά, φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. φριμάσσομαι· ― λέγεται ὡσαύτως ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., ἀκόλαστος τρόπος, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. αὐτόθι 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. πρός τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. φρυαγμοσέμνακος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύαγμα· ἔπαρσις, μετεώρισμα, ὑπερηφάνεια».

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φρυάσσομαι / -ω]
(ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμαἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῦτο καὶ γαυρίασμα τῆς νίκης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

φρύαγμα: [ῠ], -ατος, τό (φρυάσσομαι
I. ισχυρό φύσημα, χλιμίντρισμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. μεταφ., ακόλαστη συμπεριφορά, αυθάδεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φρύαγμα, ατος, τό, φρυάσσομαι
I. a violent snorting, neighing, Aesch., Soph.
II. metaph. wanton behaviour, insolence, Anth.

Translations

Azerbaijani: kişnərti; Bashkir: кешнәү; Bulgarian: цвилене; Catalan: renill, eguí, aïnada; Chinese Mandarin: 嘶; Czech: ržání, řehtání, zařehtání; Danish: vrinsk; Dutch: hinnik; Esperanto: heno; Estonian: hirnumine; Finnish: hirnahdus, hirnunta; French: hennissement; Galician: rincho; Georgian: ჭიხვინი; German: Wiehern; Greek: χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, χρεμέτισμα; Ancient Greek: χρεμετισμός, χρεμέτισμα, βράχαλος, χρόμος, χρόμη, φρύαγμα; Hebrew: צְנִיפָה‎; Icelandic: hnegg; Ido: bramo; Ilocano: aring-ing; Italian: nitrito; Japanese: いななき; Latin: hinnitus; Latvian: zviedziens; Maori: ngehengehe; Norwegian: knegg, vrinsk; Persian: شیهه‎; Polish: rżenie; Portuguese: relincho; Romanian: nechezat; Russian: ржание; Serbo-Croatian Cyrillic: њиштање, њиска; Roman: njištanje, njiska; Spanish: relincho, relinchido; Swedish: gnägg; Tagalog: halinghing; Telugu: సకిలింత; Turkish: kişneme, kişneyiş; Vietnamese: hí