ἔπαινος

Revision as of 19:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

English (LSJ)

ὁ, A approval, praise, commendation, Simon.4.3, Pi.Fr.181; ἔ. ἔχειν πρός τινος Hdt.1.96; πολλῷ ἐχρᾶτο τῷ ἐ. Id.3.3: freq. in Trag. and Att., ἐπαίνου τυχεῖν ἔκτινος S.Ant.665, etc.; κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσα meriting praise, ib. 817; ἔπαινον ἐπαινεῖν Pl.La.181b: pl., praises, S.OC720, El.976, X. Mem.2.1.33; τιμαὶ . . καὶ ἔ. Pl.R.516c, etc. 2 complimentary address, panegyric (but distinguished from ἐγκώμιον, as the general from the particular, Arist.EE1219b15, Rh.1367b27); ἔ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl. Phdr.260c; λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος Id.Smp.177d; συντιθεὶς λόγον ἔ. κατά τινος Id.Phdr.260b; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔ. Aeschin.3.50; εἴς τινα Pl.Lg.947c; ὑπέρ τινος Plb.1.1.1, D.S.13.22, D.H.10.57.

German (Pape)

[Seite 895] ὁ, Zustimmung, Beifall, Lob, Pind. frg 174; ἐπαίνου τυχεῖν Soph. Ant. 661; Ai. 525 auch im plur., O. C. 724, auch in Prosa nicht selten; Gegensatz ψόγος, Plat. Polit. 287 a; λόγος ἔπαι νος Conv. 177 d Phaedr. 260 b; Ἡρακλέους ἐπ αίνους καταλογάδην συγγράφω Conv. 177 b ἔπαινον ἐπαινεῖν Lach. 181 b; εἰπεῖν Phaedr 243 d; ποιεῖσθαι 260 c; περί, ὑπέρ, auch κατὰ τινος, Plat.; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι, die ihm gespendeten Lobeserhebungen, Aesch. 3, 50.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 louange, éloge;
2 éloge public, panégyrique.
Étymologie: ἐπί, αἶνος.

French (New Testament)

approbation

Russian (Dvoretsky)

ἔπαινος: ὁ (тж. λόγος ἔ. Plat.)
1 (по)хвала, восхваление: ἐπαινου τυχεῖν Soph. и ἔπαινον ἔχειν Plat. быть восхваляемым, заслужить похвалу; ἐν ἐπαίνω τιθέναι Arst. хвалить; ἔπαινον ποιεῖσθαι, εἰπεῖν или ἐπαινεῖν Plat. воздавать хвалу;
2 похвальное слово (περί, κατά или ὑπέρ τινος и εἴς τινα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαινος: ὁ, ἐπιδοκιμασία, ἔπαινος, Σιμωνίδ. 5, Πινδ. Ἀποσπ. 174· ἔπαινον εἶχεν οὐκ ὀλίγον πρὸς τῶν πολιτῶν, ἐπῃνεῖτο μεγάλως ὑπὸ τῶν πολιτῶν, Ἡρόδ. 1.96· πολλῷ ἐχρᾶτο τῷ ἐπαίνῳ ὑπερθωυμάζουσα, ὑπερεπῄνει θαυμάζουσα μεγάλως, ὁ αὐτὸς 3. 3· συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐπαίνου τυχεῖν Σοφ. Ἀντ. 665, κλ.· κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσα αὐτόθι 817· ἔπαινον ἐπαινεῖν Πλάτ. Λάχ. 181Β: - ὡσαύτως κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 720, Ἠλ. 976, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33, Πλάτ., κλ. 2) δημόσιος ἔπαινος, διαφέρει δὲ ὁ ἔπαινος τοῦ ἐγκωμίου, ὡς τὸ γενικὸν ἀπὸ τοῦ μερικοῦ, ὁ μὲν γάρ ἔπαινος, τῆς ἀρετῆς... τά δ’ ἐγκώμια τῶν ἔργων ὁμοίως καὶ τῶν σωματικῶν καὶ τῶν ψυχικῶν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 6, Ρητ. 1. 9, 33· ἐπ. ποιεῖσθαι κατὰ ἢ περί τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι ἕκαστον ἡμῶν λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος ὁ αὐτὸς ἐν Συμπ. 117D· συντιθεὶς ἐπ. κατά τινος ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδρῳ 260B· εἴς τινα οἷον ὕμνον πεποιημένον ἔπαινον εἰς τοὺς ἱερέας ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 947Β. II. παραίνεσις, συμβουλή, Σοφ. Ἀποσπ. 253.

English (Slater)

ἔπαινος praise ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181*

English (Strong)

from ἐπί and the base of αἰνέω; laudation; concretely, a commendable thing: praise.

English (Thayer)

ἐπαινου, ὁ (ἐπί and αἶνος (as it were, a tale for another; cf. Alexander Buttmann (1873) Lexil. § 83,4; Schmidt, chapter 155)); approbation, commendation, praise: ἐκ τίνος, bestowed by one, ἔπαινον ἔχειν ἐκ τίνος, genitive of person, ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπό τοῦ Θεοῦ, εἰς ἔπαινον, to the obtaining of praise, εἰς ἔπαινον τίνος, that a person or thing may be praised, πέμπεσθαι εἰς ... ἔπαινον τίνος, εἶναι εἰς ἔπαινον τίνος to be a praise to a person or thing, Ephesians 1:12.

Greek Monotonic

ἔπαινος: ὁ, έγκριση, έπαινος, επιδοκιμασία, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

ἔπ-αινος, ὁ,
approval, praise, commendation, Hdt., attic

Chinese

原文音譯:œpainoj 誒普-埃挪士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:在上-讚美 相當於: (תְּהִלָּה‎)
字義溯源:頌讚,稱讚,讚揚,賞;由(ἐπί)*=在)與(αἰνέω)=讚美)組成;而 (αἰνέω)出自(αἶνος)*=故事,讚美)。參讀 (αἶνος)同源字
出現次數:總共(11);羅(2);林前(1);林後(1);弗(3);腓(2);彼前(2)
譯字彙編
1) 稱讚(10) 羅2:29; 羅13:3; 林前4:5; 林後8:18; 弗1:6; 弗1:12; 弗1:14; 腓1:11; 腓4:8; 彼前1:7;
2) 賞(1) 彼前2:14

English (Woodhouse)

approval, praise

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό το ἐπί + αἶνος (=διήγημα, μῦθος). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα αἰνέω -ῶ.