ἄρριχος
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ἡ, wicker basket, Ar.Av.1309, Thphr.CP1.7.2: masc. in AP7.410 (Diosc.):—also ἄρσῐχος, D.S.20.41, Marm.Par.55, IG12 (7).162.22,42 (Amorgos).
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): ἄρσιχος, ὁ IG 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), Marm.Par.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ AB 446.30
• Morfología: [masc. AP 7.410 (Diosc.), EM 149.30]
canasta, canastillo τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλημι πτερῶν Ar.Au.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. IG l.c., Thphr.CP 1.7.2, Marm.Par.l.c., Philostr.VA 2.8, Com.Adesp.1342, D.C.65.18.2, AP l.c., D.S.l.c., Hsch., AB l.c., EM l.c.
• Etimología: Etim. dud. quizá prést.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, postér. ὁ)
corbeille, panier.
Étymologie: DELG pê emprunté.
Greek Monolingual
ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].
Greek Monotonic
ἄρρῐχος: ἡ και ὁ, καλάθι που είναι κατασκευασμένο από καλάμι ή λυγαριά, σε Αριστοφ., Ανθ.
German (Pape)
ὁ, der Korb, Diosc. 16 (VII.410); att. ἡ, Ar. Av. 1309; vgl. B.A. p. 446 und ἄρσιχος.
Russian (Dvoretsky)
ἄρρῑχος: ἡ (Anth. ὁ) корзина Arph., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: basket (Ar.)
Other forms: ἀρίσκος· κόφινος [basket] η ἀγγεῖον λύγινον [`of wood, agnus castus'] H.
Derivatives: ἄρσιχος (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. -ρσ- > -ρρ- is normal; Forbes, Glotta 36, 1958, 265. The suffix in the synonym σύριχος etc. (Schwyzer 498, Chantr. Form. 402). Fur. 348 compares ἄρυσος/ἔ- basket. Prob. a substr. word. (Not to ἀερσι- with DELG)
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἄρριχος: {árrikhos}
Forms: ἄρσιχος (D. S., Marm. Par., Amorgos).
Grammar: f. (m.)
Meaning: Korb (Ar., Thphr., AP),
Derivative: Deminutivum ἀρριχίς f. (Ath.).
Etymology: Unerklärt. Verfehlt Petersson KZ 47, 256f. (s. WP. 2, 374) und Specht Ursprung 251 und 256. Dasselbe Suffix wie im synonymen σύριχος u. a. (Schwyzer 498, Chantraine Formation 402).
Page 1,152
Léxico de magia
ὁ cesta de mimbre ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano P III 616