ἀναθρέω

From LSJ
Revision as of 18:53, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθρέω Medium diacritics: ἀναθρέω Low diacritics: αναθρέω Capitals: ΑΝΑΘΡΕΩ
Transliteration A: anathréō Transliteration B: anathreō Transliteration C: anathreo Beta Code: a)naqre/w

English (LSJ)

look up at, view narrowly, E.Hec.808; ἀ. ὃ ὄπωπεν Pl. Cra.399c:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα compared with... Th.4.87.

Spanish (DGE)

contemplar, observar detenidamente οἷ' ἔχω κακά E.Hec.808, τοὺς ἀδίκους Ar.Fr.58.5Au., τοῦτο ὃ ὄπωπεν Pl.Cra.399c, εἰς τὸν οὐρανόν Crito 3, πρὸς τὸ ἀληθές Clem.Al.Paed.2.1.9, cf. Prot.10.92.5
en pas. τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα nuestra conducta examinada a la luz de las palabras Th.4.87.

German (Pape)

[Seite 188] genau betrachten, Eur. Hec. 808; pass., Thuc. 4, 87; bei Plat. Crat. 399 c zur Ableitung von ἄνθρωπος benutzt, mehr: nach oben blicken u. betrachten.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec attention ; Pass. ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα THC actes que l'on met en regard des paroles.
Étymologie: ἀνά, ἀθρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθρέω: тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθρέω: βλέπω πρὸς τὰ ἄνω, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ὡς τὸ ἀναθεωρέω, Εὐρ. Ἑκ. 808· καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃ ὄπωπεν. Πλάτ. Κρατ. 399C: - Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, συγκρινόμενα πρὸς..., Θουκ. 4. 86.

Greek Monotonic

ἀναθρέω: μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε σύγκριση με τα λόγια τους, σε Θουκ.

Middle Liddell


to look up at, observe closely, Eur., Plat.:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα their deeds compared with their words, Thuc.