κατακηρύσσω

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηρύσσω Medium diacritics: κατακηρύσσω Low diacritics: κατακηρύσσω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: katakērýssō Transliteration B: katakēryssō Transliteration C: katakirysso Beta Code: katakhru/ssw

English (LSJ)

Att. κατακηρύττω, A proclaim or command by public crier, σιωπήν IG12(7).237.36 (Amorgos); σιγήν v.l. in X.An.2.2.20:— Pass., to be promulgated, Plb.22.4.6. 2 Pass. also, to be summoned by crier, Poll.8.61. II at auction, κ. τι εἴς τινα order it to be knocked down to one, Plu.Comp.Lys.Sull.3.

German (Pape)

[Seite 1352] durch den Herold verkündigen, ausrufen lassen, befehlen; σιγήν Xen. An. 2, 2, 20; κατακηρυχθῆναι τὰς κρίσεις Pol. 23, 2, 6; vor Gericht laden, Poll. 8, 61; – τὶ εἴς τινα, in einer Versteigerung Jem. zuschlagen lassen, Plut. Sull. 3.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer ou ordonner par la voix du héraut, acc.;
2 adjuger devant un tribunal : τι εἴς τινα qch à qqn.
Étymologie: κατά, κηρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατακηρύσσω: атт. κατακηρύττω
1 объявлять или предписывать через глашатая (τι Xen., Polyb.);
2 (на торгах), присуждать (τι εἴς τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατακηρύσσω: Ἀττ. -ττω: -προκηρύττω ἢ ἐπιτάττω διὰ δημοσίου κήρυκος, σιγὴν Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20· ὅπερ καὶ κατακελεῦσαι λέγεται, Πολυδ. Δ΄, 91, 93. -Παθ., Πολύβ. 23. 2, 6. 2) Παθ. ὡσαύτως, καλοῦμαι διὰ κήρυκος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Πολυδ. Η΄, 61. ΙΙ. ἐν δημοπρασίᾳ, κ. τι εἴς τινα, «κατακυρώνω», κηρύττω τὴν λῆξιν τῆς δημοπρσίας ἀποδίδων τὸ πωλούμενον εἰς τὸν πλείονα πρεσενεγκόντα, Πλουτ. Σύγκρ., Λυσ. καὶ Σύλλ. 3.

Greek Monolingual

κατακηρύσσω και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)
1. προστάζω με δημόσιο κήρυκα
2. (σε δημοπρασία) κατακυρώνω κάτι σε κάποιον
3. παθ. κατακηρύσσομαι
καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο.

Greek Monotonic

κατακηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. προκηρύσσω, διακηρύσσω ή προστάζω μέσω δημοσίου κήρυκα, σε Ξεν.
II. λέγεται σε δημοπρασία, κ. τι εἴς τινα, κατακυρώνω σε κάποιον, σε Πλούτ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to proclaim or command by public crier, Xen.
II. in an auction, κ. τι εἴς τινα to order it to be knocked down to one, Plut.