αὐτογενής

From LSJ
Revision as of 13:49, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτογενής Medium diacritics: αὐτογενής Low diacritics: αυτογενής Capitals: ΑΥΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: autogenḗs Transliteration B: autogenēs Transliteration C: aftogenis Beta Code: au)togenh/s

English (LSJ)

ές, A self-produced, δαίμων v.l. in Herm. ap. Stob.1.49.44, cf. Ph.1.618, Max.Tyr.16.6, Procl. in Prm.p.893 S., Orph.Fr. 245.8. 2 αὐτογενές, τό = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; ὀστοῦν αὐτογενές = κολοκυνθίς, ib.176. II sprung from the same stock, kindred, A. Supp.8 (cj. Bamberger for αὐτογένητον).

Spanish (DGE)

-ές
I 1congénito φυξανορία A.Supp.8.
2 originado o existente por sí mismo συνοχή Philol.B 23, κόσμοιο ἄναξ Orph.Fr.245.8, δαίμων Herm. en Stob.1.49.44, φύσις Ph.1.618, ψυχῆς εὕρεσις, αὐ. τις οὖσα Max.Tyr.10.6, τὸ ἐν ἑαυτῷ ὄν Procl.in Prm.1146
frec. en lit. crist., de Dios, Didym.Trin.2.1.1, del eón de los gnósticos, Hippol.Haer.5.7.9, Thdt.M.83.364A.
II subst. τὸ αὐτογενές bot. narciso, Narcissus poeticus L., Ps.Dsc.4.158, Ps.Apul.Herb.55.6
coloquíntida, tuera, Citrullus colocynthis (L.) Schrader, Ps.Dsc.4.176.

German (Pape)

[Seite 396] αὐτογενής, ές,
1) von, aus sich selbst geboren, unerschaffen, Sp.
2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer αὐτογένητος liest, in derselben Bdtg

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né des mêmes parents.
Étymologie: αὐτός, γένος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτογενής:
1 рожденный от тех же родителей, близкий по крови Aesch.;
2 врожденный (αἰδώς τινι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογενής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ γεννηθείς, αὐτογέννητος, δαίμων Στοβ. Ἐκλογ. 1. 972· - φυσικός, ἔμφυτος, αἰδὼς Χριστοδ. Ἔκφρ. 339. ΙΙ. ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους γεννηθείς, συγγενής, αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 9 κατὰ Bamberger ἀντὶ τοῦ αὐτογένητον φυλαξάνοραν τῶν χειρογράφων. Ὁ Paley ἑρμηνεύει τὸ χωρίον: «τῇ ἑκουσίᾳ ἡμῶν ἀποχωρήσει ἀπὸ συζυγίας μετ’ ἀνδρός»· ἀλλ’ ἴδε Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 430.

Greek Monolingual

αὐτογενής, -ές (AM)
αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον
αρχ.
1. συγγενής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές
ο νάρκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής κ.ά.)].