παραίρημα

From LSJ
Revision as of 21:07, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρημα Medium diacritics: παραίρημα Low diacritics: παραίρημα Capitals: ΠΑΡΑΙΡΗΜΑ
Transliteration A: paraírēma Transliteration B: parairēma Transliteration C: parairima Beta Code: parai/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, edge or selvage of cloth: generally, band, strip, Th.4.48; prob. for παραίρεμα or πάρερμα in Hp.Off.12; expld. by παράρματα ἱματίων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 480] τό, Sahlband, Sahlleiste, dergleichen an den Tüchern angewebt waren und vom Schneider weggenommen wurden, Poll. 7, 64 u. a. VLL.; bei Thuc. 4, 48 Streifen od. Schleifen zum Erhängen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bande, rognure qu’on ôte d'une pièce de drap, d'un vêtement.
Étymologie: παραιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίρημα -ατος, τό [παραιρέω] strook, reep (van een kledingstuk).

Russian (Dvoretsky)

παραίρημα: ατος τό кайма ткани, кромка, (отрезанная) полоска ткани, лента Thuc.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραιρώ
1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα
2. ταινία, λωρίδα.

Greek Monotonic

παραίρημα: -ατος, τό, άκρη ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον ράφτη)· γενικά, λωρίδα, ταινία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρημα: τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις μέρος τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· καθόλου, ταινία, λωρίς, Θουκ. 4. 48· οὕτως ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, πάρερμα, ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ παραίρημα· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ συνήθης τύπος, διότι ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων

Middle Liddell

παραίρημα, ατος, τό, [from παραιρέω
the edge or selvage of cloth (cut off by the tailor): generally, a band, strip, Thuc.