ἀνάρρινον

From LSJ
Revision as of 12:48, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρρῑνον Medium diacritics: ἀνάρρινον Low diacritics: ανάρρινον Capitals: ΑΝΑΡΡΙΝΟΝ
Transliteration A: anárrinon Transliteration B: anarrinon Transliteration C: anarrinon Beta Code: a)na/rrinon

English (LSJ)

τό, A = κάρδαμον, nose-smart, Arist.Pr.925a30, Speus. ap. Ath.9.369b, prob. in Nic.Fr.84. II = ἀντίρρινον, Dsc.4.130 (prob.), Gal.11.834. III sternutative, Hp. ap. Gal.19.79.

Spanish (DGE)

(ἀνάρρῑνον) -ου, τό
I estornudatorio Hp. en Gal.19.79.
II bot.
1 mastuerzo, Lepidium sativum L., Arist.Pr.925a30, cf. Nic.Fr.84, Speus.23.
2 dragón, boca de dragón quizá Antirrhinum maius L., Dsc.4.130, cf. Gal.11.834.

German (Pape)

[ῑ], τό, ein scharfes, beißendes Gewächs, Arist. Probl. 20.22; Ath. IX.369a; Kresse oder Meerrettig ?

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρρῑνον: τό анаррин (род растения с едким соком) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρρῑνον: τό, δριμύ τι φυτόν, πιθ. τὸ κάρδαμον, nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «ῥαφανίς, γογγυλίς, ῥάφυς, ἀνάρρινον, ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «ἀνάρρινον τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· ἔνιοι δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν εἶναι, ἀνὰ τὸ δέρμα».

Greek Monolingual

ἀνάρρινον, το (Α) ρις
1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο
2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη)
3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα.