διαπάλλω
English (LSJ)
fut. A -παλῶ A.Fr.304.4:—brandish, A. l.c.:—but in Pass., to be driven to and fro, of a hunted deer, Opp.H.2.620. II distribute by lot, χθόνα ναίειν διαπήλας A.Th.731 (lyr.).
Spanish (DGE)
1 asignar por sorteo χθόνα ναίειν διαπήλας A.Th.731.
2 mover de un lado a otro, agitar διαπαλεῖ πτερόν S.Fr.581.4
•en v. med. moverse de un lado a otro, saltar c. ac. de espacio ἄλλοτ' ἐπ' ἀλλοίων ὀρέων διαπάλλεται ἄκρας el ciervo perseguido, Opp.H.2.620.
German (Pape)
[Seite 593] 1) durchschütteln; πτερὸν κίρκου λεπάργου Arist. H. A. 9, 49; – Opp. H. 2, 620. – 2)durchs Loos zutheilen; χθόνα ναίειν, Aesch. Spt. 731.
French (Bailly abrégé)
assigner par un tirage au sort.
Étymologie: διά, πάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πάλλω (door het lot) verdelen:. δ. χθόνα land Aeschl. Sept. 731.
Russian (Dvoretsky)
διαπάλλω:
1 встряхивать (πτερόν Aesch.);
2 назначать по жребию (χθόνα ναίειν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπάλλω: διακινῶ, διασείω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 4, Ὀππ. Ἀλ. 2. 620. ΙΙ. διὰ κλήρου διανέμω, χθόνα ναίειν διέπηλας Αἰσχύλ. Θήβ. 731· ἴδε πάλος.
Greek Monolingual
διαπάλλω (Α) πάλλω
1. σείω, ανακινώ, διακινώ
2. διανέμω με κλήρο.
Greek Monotonic
διαπάλλω: αόρ. αʹ -έπηλα, διαμοιράζω με κλήρο, κληρώνω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
aor1 -έπηλα
to distribute by lot, Aesch.