θάψινος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
η, ον, yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.
German (Pape)
[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.
Russian (Dvoretsky)
θάψῐνος:
1 желтый (χρῶμα Plut.);
2 желтый как воск, изжелта-бледный (γυνή Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413· χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28· χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρός («θάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].
Greek Monotonic
θάψῐνος: -η, -ον, κιτρινόχρωμος, ωχρός, κίτρινος, σε Αριστοφ.