μεγαλωφελής
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
English (LSJ)
ές, (ὄφελος) very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.
German (Pape)
[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλωφελής: весьма полезный, приносящий большую пользу Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.
Greek Monolingual
μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοιν-ωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].