μακρηγορία

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορία Medium diacritics: μακρηγορία Low diacritics: μακρηγορία Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: makrēgoría Transliteration B: makrēgoria Transliteration C: makrigoria Beta Code: makrhgori/a

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ, long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.

German (Pape)

ἡ, lange, weitschweifige Rede, Schol. Dion.Thr. 871.8. Bei Pind. P. 8.31, in dor. Form, μακραγορία.

Russian (Dvoretsky)

μακρηγορία: дор. μακρᾱγορία ἡ пространная речь, многословие Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

Greek Monolingual

η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.

Greek Monotonic

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.

Middle Liddell


tediousness, Pind. [from μακρήγορος