ἰσοψηφία

From LSJ
Revision as of 16:59, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοψηφία Medium diacritics: ἰσοψηφία Low diacritics: ισοψηφία Capitals: ΙΣΟΨΗΦΙΑ
Transliteration A: isopsēphía Transliteration B: isopsēphia Transliteration C: isopsifia Beta Code: i)soyhfi/a

English (LSJ)

ἡ, A equality of votes, D.H.7.64. II equal right to vote, Plu.CG9.

German (Pape)

[Seite 1268] Gleichheit der Stimmen; διὰ τὴν ἰσοψηφίαν ἀπελύετο D. Hal. 7, 64; gleiches Stimmrecht, Plut. C. Gracch. 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
]droit égal de voter.
Étymologie: ἰσόψηφος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοψηφία:равное право голоса Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοψηφία: ἡ, ἰσότης ψήφων, διὰ τὴν ἰσοψηφίαν ἀπελύετο Διον. Ἁλ. 7. 64. ΙΙ. ἴσον δικαίωμα ψήφου, τοῖς Λατίνοις ἰσοψηφίαν διδοῦς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 9.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοψηφία) ισόψηφος
η συγκέντρωση ίσου αριθμού ψήφων σε μια ψηφοφορία
αρχ.
ισότητα στο δικαίωμα ψήφου.

Greek Monotonic

ἰσοψηφία: ἡ, ισότητα ψήφων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἰσοψηφία, ἡ,
equal right to vote, Plut. [from ἰσόψηφος