Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόπλεος

From LSJ
Revision as of 16:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεος Medium diacritics: ὑπόπλεος Low diacritics: υπόπλεος Capitals: ΥΠΟΠΛΕΟΣ
Transliteration A: hypópleos Transliteration B: hypopleos Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/pleos

English (LSJ)

ον, Att. ὑποπλέως, ων, A full, c. gen., ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ. I am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4. 2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.

German (Pape)

[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεος: атт. ὑπόπλεως 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.

Greek Monotonic

ὑπόπλεος: -ον, Αττ. -πλέως, -ων, ο αρκετά γεμάτος, πλήρης, με γεν., δείματός εἰμι ὑπόπλεος, είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπόπλεος, ον,
pretty full, c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am somewhat afraid, Hdt.