περίτομος

Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, cut off all round, abrupt, steep, ὄρος Plb.1.56.4; λόφος D.H.5.19; περίτομα steep places, Inscr.Prien.363.28 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 597] ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé tout autour, escarpé de tous les côtés.
Étymologie: περιτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

περίτομος: срезанный отовсюду, т. е. со всех сторон обрывистый, крутой (ὄρος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

περίτομος: -ον, ἀπότομος πανταχόθεν, ἀπόκρημνος, Λατ. praepuptus, abruptus, ὄρος Πολύβ. 1. 56, 4· λόφος Διον. Ἁλ. 5. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α περιτέμνω
1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα
απόκρημνες θέσεις.

Greek Monotonic

περίτομος: -ον (περιτέμνω), αποσπασμένος, απότομος, απόκρημνος, Λατ. abruptus, σε Πολύβ.

Middle Liddell

περίτομος, ον, περιτέμνω
cut off all round, abrupt, steep, Lat. abruptus, Polyb.