περίτομος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, cut off all round, abrupt, steep, ὄρος Plb.1.56.4; λόφος D.H.5.19; περίτομα steep places, Inscr.Prien.363.28 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé tout autour, escarpé de tous les côtés.
Étymologie: περιτέμνω.
Russian (Dvoretsky)
περίτομος: срезанный отовсюду, т. е. со всех сторон обрывистый, крутой (ὄρος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
περίτομος: -ον, ἀπότομος πανταχόθεν, ἀπόκρημνος, Λατ. praepuptus, abruptus, ὄρος Πολύβ. 1. 56, 4· λόφος Διον. Ἁλ. 5. 19.
Greek Monolingual
-ον, Α περιτέμνω
1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα
απόκρημνες θέσεις.
Greek Monotonic
περίτομος: -ον (περιτέμνω), αποσπασμένος, απότομος, απόκρημνος, Λατ. abruptus, σε Πολύβ.
Middle Liddell
περίτομος, ον, περιτέμνω
cut off all round, abrupt, steep, Lat. abruptus, Polyb.