μυττωτός

From LSJ
Revision as of 14:26, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττωτός Medium diacritics: μυττωτός Low diacritics: μυττωτός Capitals: ΜΥΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: myttōtós Transliteration B: myttōtos Transliteration C: myttotos Beta Code: muttwto/s

English (LSJ)

(Ion. μυσσωτός, only Hp.Loc.Hom.47, cf. μυσωτός), ὁ, savoury dish of cheese, honey, garlic, etc., mashed up into a sort of paste, Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., Epid.2.6.28, Eup.179, Ar. Ach.174, Eq.771, Thphr.HP7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, ein breiartiges Gericht, dessen Hauptbestandtheil geriebener Knoblauch war, auch eine scharfe senfähnliche Brühe, Ar. Ach. 174 Equ. 768 Pax 273; Schol. u. VLL. erkl. ὑπότριμμα διὰ σκορόδων; Diosc. τὸ ἐκ σκορόδου καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte de salmis de gousses d'ail et d'olives noires, avec fromage et miel.
Étymologie: DELG terme fam. sans étym.

Greek Monolingual

μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσαν-ωτός, καρυ-ωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση της λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].

Greek Monotonic

μυττωτός: ὁ, εύγεστο πιάτο από τυρί, μέλι, σκόρδο, που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη σκορδαλιά, Λατ. moretum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μυττωτός:паштет из сыра, меда и чеснока Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dish, kind of paste, from cheese, honey, garlic etc. (Hippon., Anan., Hp., com., Thphr.).
Other forms: -σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Call. Fr. 282.
Derivatives: μυττωτεύω change into a μ., hash up (Ar.) with μυσσωτεύματα ἀρτύματα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the subject cf. μῦμα. Formation in -ωτός, prob. from a noun (cf. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Popular word without etymology. Seen the variation Pre-Greek.

Middle Liddell

μυττωτός, οῦ, ὁ,
a savoury dish of cheese, honey, garlic, mashed up into a sort of paste, Lat. moretum, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

μυττωτός: {muttōtós}
Forms: (-σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Kall.Fr. 282)
Grammar: m.
Meaning: breiartiges Gericht aus Käse, Honig, Knoblauch (Hippon., Anan., Hp., Kom., Thphr. usw.).
Derivative: Davon μυττωτεύω ‘in einen μ. verwandeln, übel zurichten’ (Ar.) mit μυσσωτεύματα· ἀρτύματα H.
Etymology: Zur Sache vgl. μῦμα. Bildung auf-ωτός, wahrscheinlich von einem Nomen (vgl. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Familiäres Wort ohne Etymologie.
Page 2,278