σύρραξις
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
εως, ἡ, dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).
German (Pape)
ἡ, = σύρρηξις, Arist. mirab. 130.
Russian (Dvoretsky)
σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).
Greek Monotonic
σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.