ἀτρεμία

From LSJ
Revision as of 00:00, 21 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμία Medium diacritics: ἀτρεμία Low diacritics: ατρεμία Capitals: ΑΤΡΕΜΙΑ
Transliteration A: atremía Transliteration B: atremia Transliteration C: atremia Beta Code: a)tremi/a

English (LSJ)

ἡ, A keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν X.Cyr.6.3.13, cf. Max.295; ἀ. λιμένων AP9.555.6 (Crin.); ἐν ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7: pl., Arist.HA537a4. 2 intrepidity, Pi.N.11.12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀτρεμίη Hp.Art.33, AP 9.555 (Crin.), Max.295
1 inmovilidad ἡσυχίη καὶ ἀ. ξυμφέρει μάλιστα Hp.Vlc.1, cf. l.c., durante el sueño, Arist.HA 537a4, ἀτρεμίαν ἔχειν estar quieto X.Cyr.6.3.13, ἐπεὶ πολὺ βέλτερον ἔσται ἀτρεμίην ἐχέμεν Max.l.c.
2 calma, tranquilidad ὅσα δὲ (φάρμακα) ὕπνον ποιέει, ἀτρεμίην δεῖ τῷ σώματι παρέχειν Hp.Aff.36, ἡ ἀ. πιαίνει Arist.HA 595a30, <ἐν> ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7, νῆσον ... εὐάνεμον λιμένων τ' ἤπιον ἀτρεμίῃ AP l.c., cf. Hsch.
3 intrepidez μακαρίζω ... ἀτρεμίαν τε σύγγονον Pi.N.11.12.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Nichtzittern, Unerschrockenheit, Pind. N. 11, 12. – Ruhe, ἀτρεμίαν ἔχειν, = ἀτρέμας ἔχειν, Xen. Cyr. 6, 3, 13; λιμένων Crinag. 23 (IX, 555).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.
Étymologie: ἀτρεμής.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμία: ион. ἀτρεμίη
1 неподвижность, спокойствие (λιμένων Anth.): ἀτρεμίαν ἔχειν Xen. оставаться неподвижным; ἀ. πιαίνει Arst. неподвижность способствует ожирению;
2 неустрашимость Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμία: ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― ἀταραξία, ἀφοβία, Πινδ. Ν. 11, 15. ὡσαύτως ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.

English (Slater)

ἀτρεμία steadfastness, fearlessness ἄνδρα δἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέρ' Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12) [ἀρτεμιᾳ dub. (Pae. 12.3) ]

Greek Monolingual

η (Α ἀτρεμία) ατρεμής
1. το να μην τρέμει κάποιος ή κάτι
2. αταραξία, αφοβία.

Greek Monotonic

ἀτρεμία: ἡ (ἀτρεμής), στάση, ακινησία, ἀτρεμίαν ἔχειν ή ἄγειν, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀτρεμής
a keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν or ἄγειν Xen.