δραματουργός

From LSJ
Revision as of 12:11, 3 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱμᾰτουργός Medium diacritics: δραματουργός Low diacritics: δραματουργός Capitals: ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: dramatourgós Transliteration B: dramatourgos Transliteration C: dramatourgos Beta Code: dramatourgo/s

English (LSJ)

όν, contriver, dramatist, dramaturgist, producer, inventor, μύσους J.BJ1.26.4.

Spanish (DGE)

(δρᾰμᾰτουργός) -όν
I ficticio, engañoso ἱστορίαι Iust.Phil.Or.Gr.3.5.
II subst. ὁ δ.
1 autor de dramas, dramaturgo dicho de Eurípides, Éupolis y Aristófanes, Sch.Luc.ITr.1
director del montaje escénico, fig. ref. a una persona intrigante manipulador ὅλου τοῦ μύσους I.BI 1.530.
2 criminal, fautor ὦ δραματουργὲ τοῦ φόνου τοῦ Δεσπότου Chr.Pat.1887, cf. 2208.

German (Pape)

[Seite 665] = δραματοποιός, Sp.; übh. Erfinder, Urheber, Ios.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = δραματοποιός, Ἰουστῖν. Μ. πρὸς Ἕλλ. σ. 39. ΙΙ. ὁ κατεργαζόμενος, αἴτιος, μύσους Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 26, 4.

Greek Monolingual

ο, η (Α ως επίθ. δραματουργός, -όν)
νεοελλ.
δραματοποιός
αρχ.
1. δραματικός
2. δημιουργός, αίτιος, πρόξενος κάποιου πράγματος.

Greek Monotonic

δρᾱμᾰτουργός: -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.

Middle Liddell

δρᾱμᾰτ-ουργός, όν adj [*ἔργω
a dramatist.