οι

From LSJ
Revision as of 08:50, 30 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

(I)
οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)
επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)].
(II)
οἷ και οἷς (Α)
(αναφ. επίρρ.)
1. όπου, εκεί όπου, σε όποιο μέρος («τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;», Σοφ.)
2. (με γεν.) σε ποιο σημείο («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. ὅς, , με κατάλ. -οι, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. οίκ-οι)].
(III)
οἷ και εγκλιτ. τ. οι (Α)
δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα τρία γένη, αντί αὐτῷ, αὐτῇ, αὐτῷ.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ε, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].
(IV)
(ΑΜ οἱ)
(πληθ. αρθρ.) βλ. ο, η, το.
(V)
οἵ (Α)
(πληθ. αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο.