πλημμυρίδα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η / πλημμυρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α
η φάση της παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας ανυψώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς: ἁλμυρός: ἅλμη. Η ορθή γραφή της λ. είναι πλημυρίς, ενώ οι τ. με δύο -μμ-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική θεώρηση της λ. ως σύνθ. < πλήν + μύρομαι «χύνω δάκρυα, κλαίω» (πρβλ. πλημ-μελής). Το -υ- του τ. είναι κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, μάλλον κατ' αναλογία προς το -- των πλήμῡρα (< πλημυρ-), πλημῡρω. Τέλος, ο αναβιβασμός του τόνου στον τ. πλήμυρις είναι αναλογικός προς το ἀνάπτωτις και πιθ. το πλήμυρα.