σταφυλάγρα

From LSJ
Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλάγρα Medium diacritics: σταφυλάγρα Low diacritics: σταφυλάγρα Capitals: ΣΤΑΦΥΛΑΓΡΑ
Transliteration A: staphylágra Transliteration B: staphylagra Transliteration C: stafylagra Beta Code: stafula/gra

English (LSJ)

ἡ, forceps for taking hold of the uvula, Hp.Medic.9, Paul.Aeg.6.31.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλάγρα: ἡ, (σταφυλή, ἀγρεύω) λαβὶς δι’ ἧς λαμβάνεται ἡ (πρὸ τοῦ φάρυγγος) σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, Ἱππ. 21. 20, Παῦλ. Αἰγ. 6. 31· ὅστις ἔχει καὶ (3. 26) σταφυλεπάρτης, ὁ, (ἐπαίρω) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ-άγρα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλάγρα -ας, ἡ [σταφυλή, ἄγρα] pincet (om de huig naar buiten te brengen).