στεγαστρίς

From LSJ
Revision as of 11:00, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστρίς Medium diacritics: στεγαστρίς Low diacritics: στεγαστρίς Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΡΙΣ
Transliteration A: stegastrís Transliteration B: stegastris Transliteration C: stegastris Beta Code: stegastri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194. II as substantive, prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.

Russian (Dvoretsky)

στεγαστρίς: ίδος adj. f служащая покровом (διφθέρα Her.).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].

Greek Monotonic

στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

στεγαστρίς, ίδος, ἡ, στεγάζω
that serves for covering, Hdt.