μουντζούρα
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα)
λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα
νεοελλ.
1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα
2. στον πληθ. οι μουντζούρες
δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπή, ατιμία, ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μού(ν)τζα + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μαλλ-ούρα, σκοτ-ούρα)].