φιλοπράγμων

From LSJ
Revision as of 11:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπράγμων Medium diacritics: φιλοπράγμων Low diacritics: φιλοπράγμων Capitals: ΦΙΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: philoprágmōn Transliteration B: philopragmōn Transliteration C: filopragmon Beta Code: filopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, fond of business; mostly in bad sense, like πολυπράγμων, meddlesome, a busybody, Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a comedy by Crito; τὸ φιλόπραγμον, in good sense, Plu.2.515f. Adv. φιλοπραγμόνως, Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. ἀναφέρειν τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.

German (Pape)

[Seite 1284] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie πολυπράγμων. – Adv. φιλοπραγμόνως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à se mêler des affaires d'autrui.
Étymologie: φίλος, πρᾶγμα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπράγμων: 2, gen. ονος хлопотливый, суетливый, неугомонный Isae.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπράγμων: γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ πολυπράγμων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, πολυάσχολος, ἀνήσυχος καὶ περίεργος ἄνθρωπος, Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

-όπραγμον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος
2. (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον
η φιλοπραγμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].

Greek Monotonic

φῐλοπράγμων: γεν. -ονος, , , αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική σημασία, πολυάσχολος άνθρωπος, ανακατωσούρης, κουτσομπόλης, σε Ισαίο.

Middle Liddell

φῐλο-πράγμων, γεν. ονος, ὁ, ἡ,
fond of business: in bad sense, a meddlesome fellow, busybody, Isae.

English (Woodhouse)

impertinent, meddlesome, over busy, overbusy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)