νυκτίφοιτος

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφοιτος Medium diacritics: νυκτίφοιτος Low diacritics: νυκτίφοιτος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: nyktíphoitos Transliteration B: nyktiphoitos Transliteration C: nyktifoitos Beta Code: nukti/foitos

English (LSJ)

ον, night-roaming, v.l. for foreg. in A.Pr.657; ν. δείματα Lyc. 225 (perhaps to be read in A.); θεός, of Artemis, Ant.Lib.15.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient la nuit.
Étymologie: νύξ, φοιτάω.

German (Pape)

νυκτερόφοιτος; ὀνείρατα, Aesch. Prom. 660; Synes.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίφοιτος: (τῐ) приходящий ночью, ночной (φάσματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίφοιτος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιφερόμενος, ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. τοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 657, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει νυκτίφαντ’ ὀνείρατα· ἀλλ’ ἐπειδὴ ὀλίγον ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ὀνείρασι, ὁ Nauck νομίζει ὅτι ὁ Αἰσχύλ. ἔγραψε νυκτίφοιτα δείματα, - ἡ φράσις αὕτη ἀπαντᾷ ἐν Λυκόφρ. 225· πρβλ. καὶ νυκτίπλαγκτος.

Greek Monolingual

νυκτίφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορείφοιτος).

Greek Monotonic

νυκτίφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νυκτί-φοιτος, ον, φοιτάω
night-roaming, Aesch.