ρύτωρ

From LSJ
Revision as of 08:24, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

(I)
-ορος, ὁ, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.)
2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» — ο αστερισμός του τοξότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύτωρ, φυλάκτωρ)].
(II)
-ορος, ὁ, Α
1. σωτήρας, λυτρωτής
2. προστάτης, φύλακαςῥύτωρ λιμοῦ καὶ θανάτου», Ανθ. Παλ.)
3. (η αιτ. πληθ.) ῥύτορας
(κατά τον Ησύχ.) «τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημ. -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Mantoulidis Etymological

(=λυτρωτής). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.