φιλόσιτος

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόσϊτος Medium diacritics: φιλόσιτος Low diacritics: φιλόσιτος Capitals: ΦΙΛΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: philósitos Transliteration B: philositos Transliteration C: filositos Beta Code: filo/si+tos

English (LSJ)

ον, A fond of corn, occupied about it, ἔμποροι X.Oec.20.27. II fond of food, fond of eating, Pl.R.475c, Poll.6.34.

German (Pape)

[Seite 1285] 1) getreideliebend, Xen. Oec. 20, 27. – 2) übh. Essen liebend, gern essend, Plat. Rep. V, 475 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le blé.
Étymologie: φίλος, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόσῑτος:
1 любящий хлебные товары (οἱ ἔμποροι Xen.);
2 любящий поесть Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόσῑτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν σῖτον, περὶ αὐτοῦ ἀσχολούμενος, Ξεν. Οἰκ. 20. 27. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν τὰ σῖτα, τὴν τροφήν, ἀγαπῶν νὰ τρώγῃ, Πλάτ. Πολ. 475C, Πολυδ. Ϛ΄, 34.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα σιτηρά
2. αυτός που του αρέσει να τρώει («οὐδὲ φιλόσιτον, ἀλλὰ κακόσιτον εἶναι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σῖτος (πρβλ. μετριό-σιτος)].

Greek Monotonic

φῐλόσιτος: -ον, I. αυτός που αγαπά το σίτο ή ασχολείται με αυτόν, σε Ξεν.
II. αυτός που αγαπά το φαγητό, αγαπά να τρώει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλό-σῑτος, ον,
I. fond of corn, occupied about it, Xen.
II. fond of food, fond of eating, Plat.