ἆτος

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆτος Medium diacritics: ἆτος Low diacritics: άτος Capitals: ΑΤΟΣ
Transliteration A: âtos Transliteration B: atos Transliteration C: atos Beta Code: a)=tos

English (LSJ)

ον, contr. for ἄατος.

Spanish (DGE)

v. 1 ἄατος.

German (Pape)

[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.

English (Autenrieth)

(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].

Greek Monotonic

ἆτος: -ον, συνηρ. αντί ἄατος.

Russian (Dvoretsky)

ἆτος: [стяж. к ἄατος не могущий насытиться (πολέμοιο, μάχης Hom.).

Frisk Etymological English

See also: ἄατος

Frisk Etymology German

ἆτος: {ãtos}
Etymology: aus ἄατος kontrahiert, s. d.
Page 1,180