ἀλλεπάλληλος

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 June 2023 by Spiros (talk | contribs)

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλεπάλληλος Medium diacritics: ἀλλεπάλληλος Low diacritics: αλλεπάλληλος Capitals: ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: allepállēlos Transliteration B: allepallēlos Transliteration C: allepallilos Beta Code: a)llepa/llhlos

English (LSJ)

ον, one upon another, one after the other, successive, ῥανίδες EM 702.20; νῆσσαι Sch. Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συνομήλικες) EM 291.37; τὸ ἀλλεπάλληλον = accumulation, alternation, Paus. 9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett.Val. 331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. ἀλλεπαλλήλως = in turn, consecutively, in varied style, 272.23; — also, in layers, of stones, Arg. E. Ph.; — perhaps to be written divisim ἄλλ' ἐπάλληλος, Alciphr. Fr. 6.11.

Spanish (DGE)

-ον
I 1uno detrás de otro, sucesivo λιτουργήσας ἀλλεπαλλήλους χρείας βαρυτάτας habiendo sido designado sucesivamente para las más pesadas liturgias, PSI 1103.5 (II a.C.), κακοί Vett.Val.266.2, cf. 275.32, ῥανίδες EM 702.20G., νῆσσαι Sch.Arat.980M., κτύπον Sch.A.Ch.426
τὸ ἀλλεπάλληλον = lo ininterrumpido c. gen. πολέμων Paus.9.39.4.
2 gram. acumulativo σύνθεσις EM 291.37G.
subst. τὸ ἀλλεπάλληλον = acumulación τῶν διχρόων Eust.149.10.
II astrol. alternativo δρόμοι Vett.Val.331.22, ἀποτελέσματα Vett.Val.243.29.
III adv. ἀλλεπαλλήλως
1 en capas de piedras, E.Ph.argumen. (Nauck (T) II p.393).
2 sucesivamente Epiph.Const.Ep.Arab. en Haer.78.4 (p.455.6), συγκοσμῆσαι βουλόμενος ἀλλεπαλλήλως Vett.Val.272.23, cf. EM 85.46.

German (Pape)

[Seite 102] Eins auf's Andere gehäuft, Paus. 9, 39, 4; bes. Gramm., B. A. 1192.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλεπάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, τὸ ἀλλεπ-, ἐπισώρευσις, Παυσ. 9. 39, 4, Γραμμ.: ἀμοιβαῖος Ἐκκλ. - Ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἐξαιρέσει τῶν μεταγεν. συγγραφ. οἱ ἐκδόται γράφουσι διακεκριμένως ἀλλ’ ἐπ., ἴδε Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 11, Heinichen Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 2. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)
ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός
αρχ.
1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον
3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως
κατά σωρούς, σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + ἐπάλληλος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].