κηώεις
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
εσσα, εν, = κηώδης (smelling as of incense, fragrant), ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι Il. 3.382 ; ἐς θάλαμον… κηώεντα 6.288, etc. ; μύρον AP 7.218.9 (Antip.Sid.) ; ἄνθεα Nonn. D. 12.257 ; neut. κηῶεν Hsch. ; cf. κεῶεν.
German (Pape)
[Seite 1436] εσσα, εν, dasselbe, duftig; θάλαμος, neben εὐώδης Il. 3, 382; 6, 288 u. öfter, wie sp. D.; μύρῳ Antp. Sid. 83 (VII, 218); Ἀραβίη D. Per. 936; λοχείη Nonn. D. 16, 270; Tryphiod. 464.
French (Bailly abrégé)
ώεσσα, ῶεν;
c. κηώδης.
Russian (Dvoretsky)
κηώεις: ώεσσα, ῶεν Hom., Anth. = κηώδης.
Greek (Liddell-Scott)
κηώεις: -εσσα, εν, = κηώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι Ἰλ. Γ. 382· ἐς θάλαμον... κηώεντα Ζ. 288, κτλ.· μύρον Ἀνθ. Π. 7. 218, κτλ.· ― ἴδε κηώδης.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κηώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. κηώδης, ευώδης
2. (το ουδ.) κηῶεν
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. του αμάρτυρου ουδ. κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. -όεις (πρβλ. κυματόεις, λοφόεις). Το -ω- από μετρική έκταση].
Greek Monotonic
κηώεις: -εσσα, -εαν = κηώδης, σε Ομήρ. Ιλ.