ἀνείδεος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, (εἶδος) formless, ὕλη Placit.1.2.3, cf. Ph.1.417, al., Plot.1.8.3, al., Ael.NA2.56; ὕλη without specific difference, Dam.Pr. 425; of persons, μικρά τις καὶ ἀνείδεος Aen.Gaz. Thphr.p.62B.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fil. informe ὕλη Placit.1.2.2, 1.9.4, Sallust.17.6, ἄποιος καὶ ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος οὐσία Ph.1.547, cf. Dam.Pr.425, ἀ. καὶ ἄπλαστος φύσις Ph.1.528
•subst. del mal respecto al bien οἷον ... ἀνείδεον πρὸς εἰδοποιητικόν como (es) lo informe a la causa formal Plot.1.8.3, cf. Iambl.Myst.1.5
•teol. del Padre, Gr.Nyss.Eun.2.210, del Hijo, Basil.M.29.561C.
2 sin forma ἧπαρ μυῶν Ael.NA 2.56, ἡ μικρά τις καὶ ἀνείδεος ὑγρότης Aen.Gaz.Thphr.p.56
•subst. ἀνείδεον Sch.Ar.Ra.1497.
II adv. ἀνειδέως teol. sin forma del Espíritu Santo, Didym.Trin.2.4.8.
German (Pape)
[Seite 220] gestaltlos, roh, ὕλη ἄμορφος καὶ ἀν. Plut. plac. phil. 1, 9, vgl. ἀνίδεος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans forme.
Étymologie: ἀ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείδεος: бесформенный (ὕλη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείδεος: -ον, (εἶδος) ὁ μὴ ἔχων εἶδος, δηλ. μορφήν, ἄμορφοι, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 310, Πλούτ. 2. 882C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 56: - ὡσαύτως ἀνειδής, ἑς, Φίλων 1. 598.
Greek Monolingual
ἀνείδεος, -ον (Α)
στερούμενος μορφής, άμορφος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είδος «μορφή, σχήμα»].