ἰάχημα

From LSJ
Revision as of 08:35, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’u" to "d'u")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾰχημα Medium diacritics: ἰάχημα Low diacritics: ιάχημα Capitals: ΙΑΧΗΜΑ
Transliteration A: iáchēma Transliteration B: iachēma Transliteration C: iachima Beta Code: i)a/xhma

English (LSJ)

ατος, τό, cry, shout: hissing of a serpent, E.HF884 (lyr., pl.); sound of an instrument, ῥόπτρων AP6.165 (Phalaec.).

German (Pape)

[Seite 1234] τό, Geschrei, Gejauchze, Getöse; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Κορυβαντείων Phalaec. 3 (VI, 165). Bei Eur. I. A. 1045 u. Herc. Fur. 883 will Dindorf ἀχήμασι des Metrums wegen ändern.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
grand bruit ; sifflement d'un serpent ; son d'un instrument.
Étymologie: ἰαχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰάχημα: ατος (ᾰχ) τό шум, звук: ἑκατογκέφαλα ὄφεων ἰαχήματα (v.l. ἀχήματα) Eur. стоглавое шипение (т. е. шипение сотен) змей; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Anth. бряцание медных бубен.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάχημα: τό, (ἰᾰχέω) κραυγή, βοή, τὸ σύριγμα ὄφεως, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 883· ὁ ἦχος ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 165. - Πρβλ. ἤχημα.

Greek Monolingual

ἰάχημα, τὸ (Α) ιαχώ
1. κραυγή, βοή
2. το σφύριγμα του φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.)
3. ήχος οργάνου.

Greek Monotonic

ἰάχημα: -ατος, τό (ἰᾰχέω), κραυγή, βοή, συριγμός, σφύριγμα ερπετού (φιδιού), σε Ευρ.· ήχος οργάνου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰάχημα, ατος, τό, [ἰᾱχέω]
a cry: the hissing of a serpent, Eur.: the sound of an instrument, Anth.