ἐπεῖπον

From LSJ
Revision as of 22:58, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ")<b class="num">1</b> " to ")<br><b class="num">1</b> ")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεῖπον Medium diacritics: ἐπεῖπον Low diacritics: επείπον Capitals: ΕΠΕΙΠΟΝ
Transliteration A: epeîpon Transliteration B: epeipon Transliteration C: epeipon Beta Code: e)pei=pon

English (LSJ)

aor. 2, inf. ἐπειπεῖν, pf. A ἐπείρηκα Plu.2.1054f: pres. ἐπιλέγω (q.v.):—say besides or afterwards, Hdt.1.123, Th.1.67, Aeschin. 2.157, etc. 2 ψόγον ἐ. τινί say it of one, A.Supp.972 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.26; σκωπτικόν τι εἴς τινα Id.Dem.Enc.33. 3 quote as apposite, τὰ ἐξ Ἰλιάδος ἐκεῖνα Ael.VH4.18; ἐ. τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός Luc.Somn.3; cf. ἐπιλέγω. 4 utter, pronounce a spell, ἐ. ἐπῳδήν Id.Philops.35. 5 make a speech at, τάφῳ Polem.Cyn.2.

German (Pape)

[Seite 911] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.

French (Bailly abrégé)

inf. ἐπειπεῖν;
1 dire en outre;
2 dire sur : ψόγον ἐπ. τινι ESCHL parler de qqn en le blâmant.
Étymologie: ἐπί, εἶπον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεῖπον: (aor. 2 к inf. ἐπειπεῖν)
1 сверх того сказать, добавить Her.: ἐπεῖπον τοιάδε Thuc. (коринфяне) добавили следующее;
2 говорить о (ком-л.), возводить на (кого-л.) (ψόγον τινί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεῖπον: ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· ἐπεῖπον τοιάδε, μετὰ τοὺς προλαλήσαντας εἶπον τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας».

Greek Monolingual

ἐπεῖπον (αόρ. β' του επιλέγω) (Α)
1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν», Ηρόδ.)
2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», Αισχύλ.)
3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», Λουκιαν.)
4. απάγγειλα.

Greek Monotonic

ἐπεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, λέω επιπλέον, μιλώ επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell


to say besides, Hdt., Thuc. [aor2 with no pres. in use]