ὄαρος
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ὁ,= ὀαριστύς, mostly in plural, A Θέμιστι . . ὀάρους ὀαρίζει h.Hom.23.3; ἐμοὺς ὀάρους καὶ μήτιας h.Ven.249; παρθένιοι ὄ. Hes.Th.205; ὄ. νυμφᾶν Call.Lav.Pall.66 : generally, converse, discourse, Emp.21.1; οἱ γὰρ ὄ. λόγοι εἰσί Pl.Min.319e; lectures, Call.Fr.9e P. 2 song, ditty, Pi.P.4.137; ψάγιος ὄ. an oblique, i. e. biassed, song, Id.N.7.69 : pl., Id.P.1.98, N.3.11 : in later Poets mostly of lovers, ὄ. εὐναῖοι AP9.362.16; Κυπρίδιοι ib.10.68 (Agath.), Musae.132, etc.
German (Pape)
[Seite 289] ἡ, = ὄαρ, Hesych.; das homerische ὀάρων läßt sich freilich auch auf diesen nom. zurückführen. ὁ (vgl. ὄαρ), = ὀαρισμός, trauliches Gespräch, vertrauter Umgang; ὀάρους ὀαρίζειν, H. h. 22, 3; bes. Liebesgespräch, Ven. 250; παρθένιοι ὄαροι, Hes. Th. 205; übh. Unterhaltung, Rede, auch Gesang, ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι, Pind. N. 3, 11; φόρμιγγες κοινωνίαν παίδων ὀάροισι δέκονται, P. 1, 98; auch ψόγιον ὄαρον ἐννέπων, N. 7, 69, von der tadelnden Rede; Plat. Min. 319 e οἱ γὰρ ὄαροι λόγοι εἰσίν, in Beziehung auf das homerische ὀαριστής; so auch Empedocl. 68. – Oefter bei sp. D.; Σωκρατικοί, Ep. ad. 548 (IX, 358); εἰς πολλοὺς ἠϊθέων ὀάρους, Antp. Th. 5 (X, 3); κυπρίδιοι, Agath. 1 (X, 68), u. öfter in der Anth.
Russian (Dvoretsky)
ὄᾰρος: ὁ (преимущ. pl.)
1 разговор, беседа, речь (ὀάρους ὀαρίζειν HH);
2 песня Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ὄᾰρος: ὁ, (ἴδε ἐν λ. ὄαρ) φιλική, οἰκεία, πλήρης ἀγάπης, ἐρωτικὴ συνομιλία, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Θέμιστι ... ὀάρους ὀαρίζει Ὕμν. Ὁμ. 22. 3· ἐμοὺς ὀάρους καὶ μήτιας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 250, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 216· οὕτω, παρθένιοι ὄαροι Ἡσιόδ. Θ. 205· Νυμφῶν ὄαροι Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 66· καθόλου, συνομιλία, συναναστροφή, λόγοι, Ἐμπεδ. 120· οἱ γὰρ ὄαροι λόγοι εἰσὶ Πλάτ. Μίνως 319Ε. 2) ᾆσμα, ᾠδάριον, Πινδ. Π. 4. 244· ψόγιος ὄαρος, ᾆσμα ὀνειδιστικόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 102· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Π. 190, Ν. 3. 19· - παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐραστῶν, ὄαροι εὐναῖοι, Κυπρίδιοι, νυμφίδιοι Ἀνθ. Π. 9. 362, 16, Μουσαῖος 132, κτλ.
English (Slater)
ὄᾰρος (-ον, -οις, -οισι.)
a low, soft voice(s) οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέ- κονται (P. 1.98) ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (N. 3.11)
b utterance πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137) μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69) ]ωντ' οαρ[ P. Oxy. 2442, fr. 93.
Greek Monotonic
ὄᾰρος: ὁ,
1. φιλική συνομιλία, ερωτική συνομιλία, κουβεντούλα, συζήτηση σε οικείο τόνο, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
2. τραγούδι, ελεγεία, ωδή, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὀᾰρος, ὁ,
1. familiar converse, fond discourse, chat, talk, Hhymn., Hes.
2. a song, lay, ditty, Pind.