στραγγαλίς

From LSJ
Revision as of 16:22, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλίς Medium diacritics: στραγγαλίς Low diacritics: στραγγαλίς Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣ
Transliteration A: strangalís Transliteration B: strangalis Transliteration C: straggalis Beta Code: straggali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A intricate knot, Stratt.48; ὑμεῖς . . ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε tied knots fast (cf. στραγγαλιάω), Pherecr.21: hence Aristocreon called Chrysippus τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα, a knife to cut Academic knots, ap.Plu.2.1033e. 2 knot or induration in the breast or other parts, Arist.HA587b22; cf. στραγγαλιά. 3 some kind of ornament, LXX Jd.8.26; σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη, POxy.1449.18,23 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 950] ίδος, ἡ, = στραγγαλιά; στραγγαλίδας σφίγγειν, Pherecrat. bei Phot., verfängliche Fragen; Ἀκαδημαϊκῶν στραγγαλίδων κοπίδα nennt den Chrysippus ein Epigr. bei Plut. de stoic. repugn. 2. – Verhärtungen, Arist. H. A. 7, 11. S. Vor.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
question captieuse et inextricable.
Étymologie: στραγγάλη.

Russian (Dvoretsky)

στραγγᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 запутанный вопрос, замысловатость (στραγγαλίδες Ἀκαδημαϊκαί Aristocreon ap. Plut.);
2 анат. узелок, затвердение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλίς: -ίδος, ἡ, κόμβος πολύπλοκος, Στράττις ἐν «Φοιν.» 5· ὑμεῖς .. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε, ἐσφίγγετε τοὺς κόμβους (πρβλ. στραγγαλιάω), Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἐντεῦθεν τὸν Χρύσιππον ἐκάλει ὁ Ἀριστοκρέων στραγγαλίδων Ἀκαδημαϊκῶν κοπίδα, μάχαιρν κόπτουσαν τὰς Ἀκαδημαϊκὰς δυσκολίας, παρὰ Πλουτ. 2. 1033Ε. 2) σκίρρωμα, σκλήρωμα κατὰ τὸ στῆθος ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· πρβλ. στραγγάλια. 3) εἶδός τι κοσμήματος, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Η΄, 29).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
πολύπλοκος κόμπος
αρχ.
1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση
2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο του σώματος
3. είδος κοσμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].