ἔπαθλον
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
τό, prize of a contest, mostly in plural, E.Ph.52, etc.; τὰ ἔπαθλα τοῦ πολέμου Plu.Flam.15; rewards, ἀρετῆς D.S.28.4, cf. OGI455.3 (Aphrodisias, M.Antonius), Hdn.1.17.11; οὐδ' ἐπὶ σαφέσι τοῖς ἐπάθλοις not even if the advantages (of taking an emetic) were obvious, Archig. ap.Orib.8.23.2: also in sg., δοὺς ἑκάστῳ τὸ ὑπὲρ τῆς φιλοπονίας ἔπαθλον Inscr.Prien.113.31 (i B. C.); προτιθεμένου ἐ. τῷ λύσαντι γαμεῖν τὴν Ἰοκάστην D.S.4.64; ἔ. πόνων Plu.Cor.23.
German (Pape)
[Seite 894] τό, Kampfpreis, Eur. Phoen. 52; τοῦ πολἐμου u. ä., Plut. Flamin. 12; Hdn. 1, 17, 24.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prix de la lutte.
Étymologie: ἐπί, ἆθλον.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαθλον: τό досл. награда победителям в состязании, перен. награда (τοῦ πολέμου Plut.): ἔπαθλά τι λαμβάνειν Eur. получить что-л. в награду.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαθλον: τό, ἆθλον, βραβεῖον ἀγῶνος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ πληθ., καὶ σκῆπτρ’ ἔπαθλα τῆσδε λαμβάνει χθονὸς Εὐρ. Φοίν. 52, κτλ.· τὰ ἔπ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Φλαμ. 15· ἀμοιβαί, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3, κ. ἀλλ. ― Κατὰ Πολυδ. (Γ΄, 143) «καὶ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα ὑπὸ τῶν πολλῶν ἔπαθλα ἆθλα καλοῖτ’ ἄν».
Greek Monotonic
ἔπαθλον: τό, βραβείο αγώνα, σε Πλούτ.