θρεπτέος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
α, ον, (τρέφω) A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R.403c. II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5. 2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τρέφω.
Greek Monotonic
θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.
Middle Liddell
θρεπτέος, η, ον verb. adj. of τρέφω,]
I. to be fed, Plat.
II. θρεπτέον, one must feed, Xen.
2. from Pass., one must be fed, one must live, Xen.