Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπλέω

From LSJ
Revision as of 11:01, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "intr." to "intr.")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλέω Medium diacritics: ἐμπλέω Low diacritics: εμπλέω Capitals: ΕΜΠΛΕΩ
Transliteration A: empléō Transliteration B: empleō Transliteration C: empleo Beta Code: e)mple/w

English (LSJ)

A sail in, (πλοίοις) Hdt.7.184: abs., οἱ ἐμπλέοντες Th.3.77, X.Oec.8.8. 2 in Ion. form ἐμπλεκ-πλώω, float in or upon, Nic.Al.426, Opp.H.1.260 (ἐνιπ-), Aret.SD1.9, 2.1: part. ἐμπλέων loose, πῶρος Heliod. ap. Orib.45.6.8. 3 Pass., of the sea, πελάγη ναυσὶν ἐμπλεόμενα Ph.1.28, cf. 2.514.

Spanish (DGE)

I intr.
1 c. suj. de pers. y dat. o giro prep. navegar en o dentro de ὅσοι ἐνέπλεον τούτοισι (τοῖς σιταγωγοῖς πλοίοις) Hdt.7.184, καθ' ἕκαστον (σκάφος) ἐμπλέοντες ὀλίγοι I.BI 3.523
part. subst. οἱ ἐμπλέοντες Th.3.77, X.Oec.8.8, Fauorin.Fort.5, A.Io.67.1, Philostr.Her.74.9
abs., fig. arribar ἐάν τι ... πάθω ὑπὸ τοῖνδε κασαλβάδοιν δεῦρ' ἐμπλέων si me pasa algo a manos de estas dos rameras por navegar hacia aquí Ar.Ec.1106.
2 c. suj. de cosa flotar en c. dat. πῶρος ἐμπλέων εὑρίσκεται τοῖς σώμασι Orib.45.6.8.
II tr. surcar, recorrer en v. pas. χέρσος θαλαττωθεῖσα ... ναυσὶν ἐμπλεῖται Ph.2.514, cf. 1.28.

German (Pape)

[Seite 814] (s. πλέω), darin schiffen, fahren; πλοίοις Her. 7, 184; οἱ ἐμπλέοντες, die Leute auf dem Schiffe, Thuc. 3, 77 u. Sp. Bei Aret. von Speisen, ein Aufstoßen verursachen.

French (Bailly abrégé)

f. ἐμπλεύσομαι, etc.
naviguer dans ou sur, τινι ; οἱ ἐμπλέοντες les hommes d'équipage.
Étymologie: ἐν, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλέω: (fut. ἐμπλεύσομαι) плыть, плавать (πλοίῳ Her.): οἱ ἐμπλέοντες Thuc., Xen., Plut. мореплаватели, моряки.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ἔν τινι, ἄνευ τῶν σιταγωγῶν πλοίων καὶ ὅσοι ἐνέπλεον τούτοισι Ἡρόδ. 7. 184· ἀπολ., οἱ ἐμπλέοντες Θουκ. 3. 77, Ξεν. Οἰκ. 8. 8. 2) ἐπιπλέω, Νικ. Ἀλεξιφ. 426, ἐν τῷ τύπῳ ἐμπλώω, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 12., 2. 1.

Greek Monolingual

ἐμπλέω και ιων. τ. ἐμπλώω και ἐνιπλώω (Α)
1. ταξιδεύω
2. επιπλέω
3. παθ. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι.

Greek Monotonic

ἐμπλέω: μέλ. -πλεύσομαι (ἐνπλέω ανάμεσα, ταξιδεύω μέσα, πλοίῳ, σε Ηρόδ.· απόλ., οἱ ἐμπλέοντες, τα πληρώματα, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι [ἐν]
to sail in, πλοίῳ Hdt.: absol., οἱ ἐμπλέοντες the crews, Thuc.